γκαστρώνομαι

γκαστρώνομαι
γκαστρώνομαι, γκαστρώθηκα, γκαστρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεγκαστρώνομαι — (για θηλυκό) αποπερατώνεται η περίοδος τής κύησης, γεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ{ε) * + γκαστρώνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”